τάπερ

τάπερ
τά , ὁ
lentil
neut acc pl
τά , ὁ
lentil
neut nom/voc/acc pl
τά̱ , ὁ
lentil
fem acc dual
τά̱ , ὁ
lentil
fem nom/voc/acc dual
τά , τίς
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τάπερ — το, Ν άκλ. πλαστικό δοχείο με σκέπασμα κατάλληλο για τη διατήρηση ή τη μεταφορά τροφίμων, πλαστικό κλειδοπίνακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. taper, ονομ. εταιρείας] …   Dictionary of Greek

  • ACHILLEA — I. ACHILLEA alias Achillis, idos, Achillis cursus, peninsula est non procul ab ostiô Borysthenis, ad formam gladii in transversum porrecta, ab exercitatione Achillis nomen habens. Dionysius Perieg. Ταῦροι θ᾿ οἱ ναίουϚιν Α᾿χιλλῆος δρόμον αἰπυν´.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διδακτική ποίηση — Ποιητικό είδος που πρωτοεμφανίστηκε στην αρχαιότητα και πραγματεύτηκε θέματα τεχνικού ή επιστημονικού περιεχομένου. Οι απαρχές της δ.π., όπως και της επικής, ήταν θρησκευτικές. Ασχολήθηκε με ποικίλα θέματα και είτε αποσκοπούσε στην ηθική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”